- κονβέρτιμπλ
- τοχαρακτηρισμός αυτοκινήτου τού οποίου η οροφή μπορεί να ανοίγει ή να αφαιρείται.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. convertible < λατ. convertibilis «μεταβλητός» < λατ. converto «περιστρέφω, μεταβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.